- ἐνεστήρικτο
- ἐνεστήρικτο: see ἐνστηρίζω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐνεστήρικτο — ἐνστηρίζω fix plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)